- καλοχρόνισμα
- το [καλοχρονίζω]η ευχή να περάσει κάποιος ευτυχισμένη τη χρονιά του ή, κατ' επέκταση, όλη τη ζωή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοχρόνισμα — το ευχή σε κάποιον να περάσει καλή χρονιά: Δεν τα θέλω τα καλοχρονίσματά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)